- ημεροθηρικός
- ἡμεροθηρικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, στη σύλληψη ήμερων ζώων για να χρησιμοποιηθούν για εκτροφή ή κατανάλωση2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμεροθηρικήη τέχνη να πιάνει κανείς ήμερα ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)-* + -θηρικός (< θηρ), πρβλ. αιγο-θηρ-ικός, σκιο-θηρ-ικός].
Dictionary of Greek. 2013.